ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ δεμένο
με ΦΠΑ
Όταν ήταν παρών ο Γουίλλομπυ, η Μάριαν δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον.
Οτιδήποτε έκανε αυτός ήταν σωστό· οτιδήποτε έλεγε ήταν έξυπνο. Κι εκείνος, από την πλευρά του, τις βραδιές που έπαιζαν χαρτιά στο Παρκ, έκλεβε τον εαυτό του και όλους τους άλλους για να την αβαντάρει. Αν η βραδιά ήταν χορευτική, ήταν ο αποκλειστικός σχεδόν καβαλιέρος της, και όταν αναγκάζονταν να χωριστούν για έναν-δύο χορούς, φρόντιζαν να βρίσκονται δίπλα και σπάνια έλεγαν κουβέντα σε οποιονδήποτε άλλον. Η συμπεριφορά αυτή, όπως είναι ευνόητο, τους έκανε επίκεντρο της γενικής θυμηδίας. Αλλά τα γέλια και οι κοροϊδίες δεν του πτοούσαν, έδειχναν μάλιστα να μην τους ενοχλούν στο ελάχιστο.

Οι εκπτώσεις ισχύουν μόνο στις αγορές μέσω eshop
Η Τζέιν Ώστεν γεννήθηκε το 1775 στο Στίβεντον του Χαμσάιρ, και ήταν η έβδομη από τα οχτώ παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της, ο αιδεσιμότατος Τζορτζ Ώστιν, ήταν πολυμαθής και καλλιεργημένος, και η Τζέιν μορφώθηκε κυρίως στο σπίτι. Διάβαζε ασταμάτητα από παιδί, ιδιαίτερα τα έργα του Φίλντινγκ, του Στερν, του Ρίτσαρντσον και του Σκοτ. Άρχισε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία. ΄Εγραψε το "Αγάπη και φιλία" όταν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών. Ακολούθησε η "Ιστορία της Αγγλίας" στα δεκάξι και το "Μια συλλογή επιστολών" στα δεκαεπτά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1805, αυτή και η μητέρα της μετακόμισαν στο Σαουθάμπτον, για να εγκατασταθούν τελικά στο Τσότον του Χαμσάιρ το 1809, όπου και έγραψε τα μεγαλύτερα μυθιστορήματά της. Αν και η ίδια έζησε μια πολύ ήσυχη ζωή -δεν παντρεύτηκε ποτέ και σπάνια έβγαινε από το σπίτι- τα έργα της δείχνουν την εκπληκτική της παρατηρητικότητα. Μόνο τέσσερα μυθιστορήματα εκδόθηκαν όσο ζούσε "Λογική και ευαισθησία" (1811), "Περηφάνια και προκατάληψη" (1813), "Μάνσφιλντ Παρκ" (1814) και "Έμμα" (1816) -και όλα εκδόθηκαν ανώνυμα. Σε μια σπάνια έξοδό της από το σπίτι αρρώστησε και πέθανε από τη νόσο του Άντισον το 1817. Δύο ακόμη μυθιστορήματα, το "Πειθώ" και το "Νορθάνγκερ Άμπει" εκδόθηκαν μετά το θάνατό της, το 1818. Το "Σάντιτον", το μυθιστόρημα που έγραφε όταν πέθανε, εκδόθηκε το 1925.